- δύσκαπνος
- δύσκαπνος, -ον (Α)1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσκαπνος — noisome from smoke masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαπνον — δύσκαπνος noisome from smoke masc/fem acc sg δύσκαπνος noisome from smoke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαπνοτάτου — δύσκαπνος noisome from smoke masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκάπνοις — δύσκαπνος noisome from smoke masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκαπνα — δύσκαπνος noisome from smoke neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek